λιμώδης

λιμώδης
λῑμ-ώδης, ες,
A famished, hungry,

λιμῶδές τι ἔχει τινά Hp.Prog.2

;

λιμῶδες ἐρυγγάνειν Alciphr.1.25

;

λ. τι ἀναφθέγγεσθαι Plu.2.751a

, cf. Sm.Jb.30.7, Ath.6.270f; λ. τράπεζα scanty, Plu.2.703f; λεπτὸς καὶ λ. ὕπνος ib.325c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιμώδης — famished masc/fem acc pl (attic epic doric) λιμώδης famished masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λιμώδης famished masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμώδης — ες (Α λιμώδης, ῶδες) [λιμός] πειναλέος, πεινασμένος («λιμῶδές τι ἀναφθέγγεσθαι», Πλούτ.) αρχ. πενιχρός, φτωχός («λιμώδης τράπεζα» φτωχικό, λιτό τραπέζι, Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • λιμώδη — λιμώδης famished neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λιμώδης famished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λιμώδης famished masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμῶδες — λιμώδης famished masc/fem voc sg λιμώδης famished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμώδεις — λιμώδης famished masc/fem acc pl λιμώδης famished masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμώδεσιν — λιμώδης famished masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμώδους — λιμώδης famished masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… …   Dictionary of Greek

  • υπολιμώδης — ῶδες, Α ο κάπως πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λιμώδης «πειναλέος, πεινασμένος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”